



Η Ιαπωνική λέξη τσουντόκου περιγράφει την πράξη του να αφήνεις κάποιο βιβλίο αδιάβαστο αφού το έχεις αγοράσει, συνήθως τοποθετώντας το σε στοίβες μαζί με άλλα αδιάβαστα βιβλία.
Αλλά τότε φτάνει η μέρα που, για να μάθεις κάτι για κάποιο θέμα, αποφασίζεις επιτέλους να ανοίξεις ένα από τα πολλά αδιάβαστα βιβλία, μόνο για να συνειδητοποιήσεις πως το γνωρίζεις ήδη. Τι έχει συμβεί; Υπάρχει η μυστικιστική-βιολογική εξήγηση, όπου με το πέρασμα του χρόνου, και με το να μετακινούμε τα βιβλία, να τα ξεσκονίζουμε, και μετά να τα ξαναφήνουμε στο ράφι, μέσω της επαφής με τα ακροδάχτυλά μας η ουσία του βιβλίου έχει σταδιακά διεισδύσει στο μυαλό μας. Υπάρχει επίσης η εξήγηση του περιστασιακού αλλά αδιάκοπου ξεφυλλίσματος: όσο περνάει ο καιρός, και βγάζεις και ξαναταξινομείς διάφορους τίτλους, δεν συμβαίνει να μην ρίξεις ποτέ καμιά ματιά· ακόμα και μόνο μετακινώντας το κρυφοκοίταξες μερικές σελίδες, μία σήμερα, μια άλλη τον επόμενο μήνα, και ούτω καθεξής μέχρι να καταλήξεις να το έχεις διαβάσει σχεδόν ολόκληρο, έστω όχι με τον συνήθη γραμμικό τρόπο. Αλλά η πραγματική εξήγηση είναι ότι μεταξύ της στιγμής που το βιβλίο ήρθε σε μας και της στιγμής που το ανοίξαμε, έχουμε διαβάσει άλλα βιβλία όπου υπήρχε κάτι που ειπώθηκε σε κείνο το πρώτο βιβλίο, και έτσι, στο τέλος αυτού του μακριού διακειμενικού ταξιδιού, συνειδητοποιείς πως ακόμα κι εκείνο το βιβλίο που δεν είχες διαβάσει ήταν κομμάτι της πνευματικής σου κληρονομιάς και ίσως σε είχε επηρεάσει έντονα.»