



Δε θα πρωτοτυπήσουμε αν αναφέρουμε ότι το έργο του Νίκου Καββαδία αναγνωρίστηκε κι αγαπήθηκε ευρέως μετά το θάνατό του . Άλλωστε, έτσι συμβαίνει σχεδόν πάντα. Πρέπει πρώτα να πεθάνει κάποιος κι εν συνεχεία να του αποδοθούν οι δέουσες τιμές. Τα παραδείγματα άπειρα…
Ο ποιητής στα έργα του παρουσίασε με τον πιο ανάγλυφο και παραστατικό τρόπο τη ζωή και τις συνήθειες των θαλασσινών. Μέσα από τα ποιήματά του μας «ταξίδεψε» σε τόπους μακρινούς, εξωτικούς αλλά και θλιβερούς και μίζερους.
Μπορεί η γλώσσα που χρησιμοποιούσε να μην ήταν πάντα κατανοητή και πλήρως σαφής στους πολλούς, αλλά παρόλα αυτά διαβάζοντας τις περιγραφές του αισθάνεσαι σαν να βρίσκεσαι κι εσύ στο καράβι μαζί του.
Εκτός από τη θάλασσα βεβαίως, ο Καββαδίας είχε έντονους δεσμούς και με τη …στεριά. Κάποια πρόσωπα κυριολεκτικά τα λάτρευε κι ένα από αυτά, ήταν η ανιψιά του η Έλγκα. Την αγαπούσε πολύ και σχεδόν ποτέ δεν της χαλούσε χατίρι. Η μικρή λοιπόν πάνω από το κρεβάτι της είχε τις φιγούρες των επτά νάνων του γνωστού παραμυθιού, οι οποίοι ήταν η μεγάλη αδυναμία της. Κάποια μέρα, ζήτησε από το θείο της να γράψει ένα ποίημα γι’ αυτούς και φυσικά εκείνος το έκανε λίαν συντόμως!
Οι Γιαπωνέζοι ναυτικοί, προτού κοιμηθούν,
βρίσκουν στην πλώρη μια γωνιά που δεν πηγαίνουν άλλοι
κι ώρα πολλή προσεύχονται βουβοί, γονατιστοί
μπρος σ ένα Βούδα κίτρινο που σκύβει το κεφάλι.
Κάτι μακριά ως τα πόδια τους φορώντας νυχτικά,
μασώντας οι ωχροκίτρινοι μικροί Κινέζοι ρύζι,
προφέρουνε με την ψιλή φωνή τους προσευχές
κοιτώντας μια χάλκινη παγόδα που καπνίζει.
Οι Κούληδες με την βαριά βλακώδη τους μορφή
βαστούν σκυφτοί τα γόνατα κοιτώντας πάντα κάτου,
κι οι Αράπηδες σιγοκουνάν το σώμα ρυθμικά,
κατάρες μουρμουρίζοντας ενάντια του θανάτου.
Οι Ευρωπαίοι τα χέρια τους κρατώντας ανοιχτά,
εκστατικά προσεύχονται γιομάτοι από ικεσία
και ψάλουνε καθολικές ωδές μουρμουριστά,
που έμαθαν όταν πήγαιναν μικροί στην εκκλησία.
Και οι Έλληνες, με τη μορφή τη βασανιστική,
από συνήθεια κάνουνε, πριν πέσουν,
το σταυρό τους κι αρχίζοντας με σιγανή φωνή « Πάτερ ημών…»
το μακρουλό σταυρώνουνε λερό προσκέφαλό τους
Στεριά και θάλασσα…
Πρόκειται για ένα ποίημα που «μπλέκει» τη στεριά με τη θάλασσα, καθώς ο Καββαδίας είναι ξεκάθαρο ότι αφενός μεν αναφέρεται στην ανιψιά του («Κόρη ξανθή και γαλανή… μπορώ ποτέ να σου χαλάσω το χατίρι;»), αλλά και αφετέρου στις καταστάσεις που βίωνε στο καράβι («Γιατί τρεκλίζουμε οι διακόσιοι -τα μέλη του πληρώματος δηλαδή-;»).
Επιπλέον, η Ρουθ και η Εσθήρ που αναφέρονται στο ποίημα είναι υπαρκτά πρόσωπα, καθώς ταξίδευαν ως μετανάστριες στην Αυστραλία με το εν λόγω καράβι.
Το ποίημα συμπεριλήφθηκε στη συλλογή «Τραβέρσο» η οποία ήταν και η τελευταία του Καββαδία και κυκλοφόρησε τον Απρίλιο του 1975, δηλαδή περίπου δύο μήνες μετά το θάνατό του.
Η ώρα του Μικρούτσικου…
Η έντονη ενασχόληση του Θάνου Μικρούτσικου με την ποίηση του Νίκου Καββαδία απέφερε τον πασίγνωστο και «κλασικό» εδώ και χρόνια «Σταυρό του Νότου» το 1979. Ωστόσο, ο συνθέτης δεν έπαψε ποτέ ν’ ασχολείται με το έργο του ποιητή ακόμη και σε περιόδους που έγραφε μουσική και τραγούδια για το θέατρο και τη δισκογραφία διαφόρων ερμηνευτών με άλλους στιχουργούς