Facebooktwitterlinkedinmail

Η δημοσίευση του πορίσματος της Επιτροπής για τη μελέτη ζητημάτων της ακαδημαϊκής ελευθερίας και ειρήνης, γνωστής και ως «Επιτροπής Παρασκευόπουλου», προκάλεσε σφοδρότατες αντιδράσεις, με τις συντηρητικές κορόνες να επιχειρούν να σκεπάσουν οποιαδήποτε ψύχραιμη προσέγγιση επιχειρείται να γίνει.

«Γυρίζοντας από τη σύνοδο του ΕΛΚ, διάβασα το πόρισμα Παρασκευόπουλου για τη βία στα ΑΕΙ. Δεν είναι μόνο ιδεοληπτικοί, αλλά και αδιόρθωτοι. Τα πανεπιστήμια θα καθαρίσουν από συμμορίες και θα αποδοθούν ξανά στους φοιτητές και τους καθηγητές τους», έγραψε ο πρόεδρος της Ν.Δ., Κυριάκος Μητσοτάκης, σε ανάρτησή του στο Διαδίκτυο, με την τομεάρχη Παιδείας της Ν.Δ., Νίκη Κεραμέως, και τον τομεάρχη Εσωτερικών, Μάξιμο Χαρακόπουλο, να βγάζουν από κοινού ανακοίνωση, σχολιάζοντας ορισμένα μόνο σημεία του πορίσματος:

«Είναι γεγονός ότι δεν περιμέναμε κάτι περισσότερο από μια επιτροπή της οποίας προΐσταται ο κ. Παρασκευόπουλος, ο οποίος ως υπουργός Δικαιοσύνης αποφυλάκισε χιλιάδες καταδικασμένους για κακουργήματα. Και ενώ το πόρισμα κάνει όλες αυτές τις τραγελαφικές αναφορές, δεν περιλαμβάνει το αυτονόητο: ότι θα πρέπει να υπάρχει αυτεπάγγελτη επέμβαση των Αρχών για κάθε αξιόποινη πράξη. Και, προφανώς, αυτή η διάταξη δεν θα πρέπει να μένει στα χαρτιά, αλλά να εφαρμόζεται στην πράξη. Αλλά, για να συμβεί αυτό, θα πρέπει η κυβέρνηση να αφήσει την αστυνομία να κάνει τη δουλειά της. Και αυτό θα κάνει η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας», γράφουν.

Ο πρόεδρος της Επιτροπής, Νίκος Παρασκευόπουλος, ξεκαθαρίζει ότι το πόρισμα είναι αποτέλεσμα συλλογικής εργασίας μιας δωδεκαμελούς επιτροπής εξειδικευμένων μελών, η οποία, αφού μελέτησε προσεχτικά τα στοιχεία που έστειλαν οι πρυτάνεις της πλειονότητας των Πανεπιστημίων της χώρας, ενσωμάτωσε στο πόρισμα που κατατέθηκε στο υπουργείο Παιδείας τις εισηγήσεις των μελών της, διατυπώνοντας συνοπτικά ορισμένες προτάσεις για την αντιμετώπιση των φαινομένων ανομίας στους χώρους των πανεπιστημίων.

«Η επιλεκτική και αποσπασματική προβολή κάποιων εκ των θέσεων των εισηγητών με τρόπο στρεβλό δεν απηχεί ούτε την πραγματικότητα των προτάσεων ούτε σε καμία περίπτωση συνάδει με τις τελικές προτάσεις. Συνιστά απλά και μόνο προπαγανδιστική επικοινωνιακή πολιτική, που αποσκοπεί στη στοχοποίηση κάθε προσπάθειας επίλυσης προβλημάτων στους πανεπιστημιακούς χώρους. […] Η ευκολία απαξίωσης και άσκησης αβάσιμης και κακόβουλης κριτικής, που στερείται λογικών επιχειρημάτων και στηρίζεται σε ανυπόστατα επιχειρήματα, “φανταστικά” σενάρια και εμπλουτίζεται με σωρεία ύβρεων και συκοφαντιών, ούτε απασχόλησαν ούτε θα απασχολήσουν το έργο της Επιτροπής», δηλώνει χαρακτηριστικά ο πρώην υπουργός Δικαιοσύνης και πρόεδρος της Επιτροπής, Νίκος Παρασκευόπουλος.

Πολυσύνθετο πρόβλημα

Από την πλευρά του ο ΣΥΡΙΖΑ κατηγορεί το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης για αυταρχικές αντιλήψεις, κάνοντας λόγο για διαρκή επίθεση της Ν.Δ. στη δημόσια εκπαίδευση:

«Ο κ. Μητσοτάκης έχει, εδώ και καιρό, αποτινάξει το φιλελεύθερο προσωπείο του και επενδύει σε μια ατζέντα καταστολής και αστυνομοκρατίας, όπως έδειξαν και οι πρόσφατες δηλώσεις του στη ΔΕΘ. Η αστυνομοκρατία, όμως, που προτείνει ο Κ. Μητσοτάκης δεν αποτελεί λύση για το ζήτημα της παραβατικότητας στα πανεπιστήμια, παρά μόνον εκφράζει τις ιδεοληψίες της Ν.Δ. για το ζήτημα. Η κυβέρνηση ήταν εκείνη που πήρε την πρωτοβουλία και άνοιξε τον σχετικό αναγκαίο διάλογο στην εκπαιδευτική κοινότητα, στον οποίο έχουν συμμετάσχει οι πρυτάνεις των ΑΕΙ και των ΤΕΙ. Η παραβατικότητα στον χώρο των Πανεπιστημίων είναι ένα εξαιρετικά σύνθετο και χρόνιο ζήτημα και ως τέτοιο το αντιμετωπίζουν οι προτάσεις της Επιτροπής».

Και πράγματι. Το ζήτημα της παραβατικότητας στα Πανεπιστήμια είναι ένα εξαιρετικά πολυσύνθετο πρόβλημα, που δεν μπορεί να εξεταστεί ξέχωρα από τη συνολική εγκληματικότητα στην κοινωνία.

Παράλληλα με αυτό, όπως έχει αναδειχθεί από τη δεξιάς ιδεοληψίας κριτική (έως και φωνασκία) που ασκείται στα ενδοπανεπιστημιακά δρώμενα, το ζήτημα φαίνεται πως είναι τι βαφτίζει κανείς «εγκληματικότητα», τι συμπεριλαμβάνει σε αυτόν τον όρο και με ποια στόχευση.

Ιδιαίτερη σημασία, δηλαδή, έχει το γεγονός ότι η κριτική στρέφεται κυρίως γύρω από το πανεπιστημιακό άσυλο και ό,τι αυτό διασφαλίζει: την ελεύθερη διακίνηση ιδεών και το δικαίωμα στη φοιτητική/κοινωνική διαμαρτυρία.

Οι κυρίαρχες τάσεις

Πάνω σε αυτό, στην ύστερη μεταπολίτευση διαμορφώθηκαν δύο κυρίαρχες τάσεις που έρχονται διαχρονικά σε ιδεολογική αντιπαράθεση: η μία που υποστηρίζει ότι τα πανεπιστήμια είναι χώροι έρευνας, συζήτησης και διακίνησης ιδεών, ανοιχτοί σε όλον τον λαό και απαλλαγμένοι από παρεμβάσεις των εκπροσώπων της εξουσίας, και η άλλη που λέει ότι το πανεπιστημιακό άσυλο υποθάλπει παραβατικές συμπεριφορές, που διακόπτουν την εκπαιδευτική και ερευνητική διαδικασία και ως εκ τούτου είναι παράνομες και άρα ως τέτοιες θα πρέπει να αντιμετωπίζονται.

Ενδεικτική είναι η φρασεολογία της κοινής ανακοίνωσης των τομεαρχών Παιδείας και Εσωτερικών της Ν.Δ.: «Για την αντιμετώπιση των καταλήψεων, προκρίνεται ο εποικοδομητικός διάλογος με τους καταληψίες», αλλά και του Τομεάρχη Εθνικής Αμυνας της Νέας Δημοκρατίας, Βασίλη Κικίλια, που σε ανάρτησή του σε μέσο κοινωνικής δικτύωσης έγραψε:

«“Καφετέριες για να συζητάμε με τους καταληψίες” λέει το πόρισμα του κ. Παρασκευόπουλου που μετά τη Δικαιοσύνη ανέλαβε & την Παιδεία. Θα ήταν παρωδία, εάν δεν ήταν τόσο επικίνδυνο. Εμείς δεν διαπραγματευόμαστε την ασφάλεια των παιδιών μας. Τα ΑΕΙ δε θα είναι “άσυλο” εγκληματιών».

Σε παρόμοιο ύφος κινείται και το σχόλιο του Παύλου Χρηστίδη, εκπροσώπου Τύπου του Κινήματος Αλλαγής: «Οσα προτείνει για τις καταλήψεις ο κ. Παρασκευόπουλος, δείχνουν πως δεν έχει επαφή με το τι συμβαίνει στα Πανεπιστήμια με το θέμα της βίας. Εκτός πραγματικότητας για ακόμη μια φορά οι ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ».

Ο τομεάρχης Παιδείας του Ποταμιού, Γιώργος Μαυρωτάς, σχολιάζει μάλιστα θετικά το γεγονός ότι στο θέμα των μακροχρόνιων καταλήψεων προτείνεται νομοθετική ρύθμιση για επέκταση των διαδικασιών της διοικητικής αποβολής και από κτίρια των ΑΕΙ, ένα μέτρο που χαρακτηρίζει «αναγκαίο για την απαραίτητη σήμερα αξιοποίηση της περιουσίας τους (σ.σ. των ΑΕΙ). […] Οι πανεπιστημιακοί χώροι δεν πρέπει να αντιμετωπίζονται ως κομμάτι ξέχωρο της ελληνικής επικράτειας, επειδή κυριαρχούν ιδεοληψίες που μπορεί να είχαν βάση πριν 40 χρόνια, σήμερα όμως είναι τελείως ανεδαφικές και το μόνο που κάνουν είναι να δίνουν άλλοθι για παραβατικές συμπεριφορές, κάνοντας τα Πανεπιστήμιά μας πιο αφιλόξενα για αυτούς που πραγματικά έχουν δημιουργηθεί».

Οι παραπάνω αντιδράσεις ήταν αναμενόμενες. Αρκεί να θυμηθούμε την προ μηνών συζήτηση που διεξήχθη στη Βουλή και την προσπάθεια της Ν.Δ. να αναγάγει τη «γενικευμένη ανομία» -όπως έλεγε ο Κυριάκος Μητσοτάκης- σε κεντρικό πολιτικό ζήτημα, αλλά και τη σωρεία δημοσιευμάτων που με κάθε τρόπο προσπαθούσαν να πείσουν ότι στα πανεπιστήμια επικρατεί χάος, επιμένοντας στην αλλαγή του θεσμικού πλαισίου.

Είναι λάθος να τσουβαλιάζουμε τυχόν παραβατικές συμπεριφορές με τις δίκαιες φοιτητικές διαμαρτυρίες. Γι’ αυτόν τον λόγο και στο πόρισμα γίνεται σαφής διάκριση μεταξύ αυτών και προτείνονται διαφορετικοί τρόποι προσέγγισης και αντιμετώπισης του εκάστοτε ζητήματος, με πνεύμα διαλόγου και όχι σύγκρουσης.

Το ζήτημα εν προκειμένω δεν είναι η ανεξέλεγκτη βία και ανομία που προσπαθούν λυσσαλέα να αποδείξουν κάποιοι, παρά τα συντριπτικά στοιχεία που λένε το αντίθετο.

Είναι ξεκάθαρο ότι το επίδικο δεν είναι η παρουσία τοξικοεξαρτημένων ανθρώπων στους χώρους συγκεκριμένων -και λόγω χωροταξίας- Πανεπιστημίων ή ορισμένα περιστατικά κλοπών στις αχανείς και μη οριοθετημένες εκτάσεις τους, αλλά η φυσιογνωμία της ίδιας της ανώτατης εκπαίδευσης

efsyn