



Αν σταματούσαμε ορισμένους ανθρώπους στον δρόμο και τους ρωτούσαμε να μας πουν ποιες ταινίες του Χίτσκοκ τους έρχονται πρώτα στο μυαλό, τα «Πουλιά» αναμφισβήτητα θα ήταν μία από αυτές. Από τη νεότητα του σκηνοθέτη μεταβαίνουμε στην ώριμη ηλικία του – όταν ο ίδιος ήταν πλέον superstar, και, μην έχοντας να αποδείξει τίποτα σε κανέναν πλέον, δοκίμαζε να πειραματιστεί και με τα πλέον ασυνήθιστα θέματα, τέτοια που παλιότερα θα σκορπούσαν άφθονα ερωτηματικά στα πρόσωπα του ανυποψίαστου κόσμου: «Μια ταινία στην οποία ο… κακός θα ήταν σμήνη από, συνηθισμένα κατά τ’ άλλα, πουλιά? Όχι τίποτα παραμορφωμένα ή τερατώδη πλάσματα, μα απλά, καθημερινά πουλιά, που επιτίθενται μέχρι θανάτου, χωρίς λόγο και αιτία? Ακόμα χειρότερα, μια ταινία στην οποία αποφεύγεται να δοθεί η οποιαδήποτε εξήγηση σχετικά με το φαινόμενο των δολοφόνων-πουλιών? Τρελάθηκε ο κύρ-Χίτσκοκ;»
Ναι, ο κύριος τρελάθηκε, μα πολύ το έκανε κέφι!
Το σκηνικό όπου εξελίσσονται τα «Πουλιά» έμελλε να γίνει ουκ ολίγες φορές στο μέλλον αντικείμενο μιμητισμού. Μια φιλήσυχη πολιτεία, κάπου σε ένα προάστιο, ένα γραφικό σκηνικό με σπιτάκια, λιμάνι, βαρκούλες, μια περιοχή στην οποία ζει και βασιλεύει η γαλήνη. Το τέλειο μέρος για να εξαπλώσουμε τον τρόμο! Και αν ο τρόμος αυτός δεν έχει ως βάση του το ανθρώπινο, μα το ζωικό στοιχείο, και αν δεν φαίνεται να υπάρχει ένα ορισμένο κίνητρο ή αιτία, πέρα από το παράλογο της θέλησης για ένα ατελείωτο μακελειό, μια μαζική σφαγή, τόσο το καλύτερο. Το έκαναν τα «Σαγόνια του Καρχαρία», αλλά ο Χίτσκοκ ήταν εκεί πρώτος. Τα Πουλιά του προηγήθηκαν του Καρχαρία – και όντας πουλιά, και όχι ένα αρπακτικό από τη φύση του ζώο, μεγέθυναν ακόμα πιο πολύ την αίσθηση του παραλόγου.
Κατά τη διάρκεια του έργου οι χαρακτήρες του αρνούνται να πιστέψουν αυτό που βλέπουν με τα μάτια τους. Δεν υπάρχει καμία απολύτως λογική στο να επιτίθενται σμήνη από πουλιά, μέχρι θανάτου! Μήπως πρόκειται για το τέλος του κόσμου; Μια μορφή οικολογικής καταστροφής; Μήπως ήταν η παρέμβαση του ανθρώπου πάνω στη φύση και το ζωικό βασίλειο, που ώθησε το τελευταίο να πάρει την εκδίκηση του? Κάποια εξήγηση θα υπάρχει, δε μπορεί!
Ωστόσο ο κύριος Χίτσκοκ αποφεύγει να εξηγήσει. Το τέλος της ταινίας ανήκει στα πλέον παροιμειώδη και ξακουστά του σκηνοθέτη, ένα τέλος που ο ίδιος επέμενε να πάρει τη συγκεκριμένη μορφή (και το οποίο δεν συγκαταλεγόταν στο αρχικό σενάριο), ένα φινάλε που δεν παρέχει απαντήσεις, δε προχωρεί σε κάθαρση, μα αφήνει τον θεατή να αιωρείται σ’ ένα ατελείωτο γκρίζο σύννεφο, και στο οποίο μόνος πρωταγωνιστής είναι εκείνος που έδωσε το όνομα του στην ταινία: Τα πουλιά, και η φύση η ίδια. Η παράλογη φύση, η σκοτεινή, ακατανόητη φύση, πέρα και έξω από την προσπάθεια του ανθρώπου να την τοποθετήσει σε καλούπια και να την ερμηνεύσει.
Όχι, τα «Πουλιά» δεν παρέχουν λύσεις – μόνο γεννάνε ερωτήματα.
Ορισμένοι μίλησαν για τους σεξουαλικούς συμβολισμούς του έργου, οι οποίοι γίνονται τόσο πιο έκδηλοι αν λογιστούμε τους θηλυκούς χαρακτήρες (η ηλικιωμένη/μητέρα, η ηρωίδα, η δασκάλα και η μικρή αδερφή), τέσσερις γυναίκες σε τέσσερα διαφορετικά στάδια της ζωής τους, που περιβάλλουν τον έναν και μοναδικό άντρα που παίζει έναν σημαντικό ρόλο. Οι απανωτές επιθέσεις των πουλιών στην πρωταγωνίστρια Tippi Hedren δίνουν την αίσθηση πως σημαίνουν πολύ περισσότερα από εκείνο που αφήνουν να φανεί. Φαντάζουν βγαλμένα από τις σκοτεινότερες εκφάνσεις του ανθρώπινου ασυνείδητου.
Για την Tippi και το αμφιλεγόμενο υπόβαθρο της επαφής της με τον Χίτσκοκ αναφερθήκαμε στην αρχή, μιλώντας για το “Marnie”. Ο Χιτς αισθανόταν πως η ηθοποιός ήταν γέννημα-θρέμμα και δημιούργημα δικό του (καθώς ο ίδιος την ανέδειξε από την αφάνεια), και έφτανε σε σημείο να την αντιμετωπίζει σαν προσωπικό του αντικείμενο. Αυτό, σε συνδυασμό με την ερωτική διάθεση που είχε αναπτύξει απέναντι της, και στην οποία ο (παντρεμένος επί 25 περίπου χρόνια) Χίτσκοκ γνώρισε τη σθεναρή απόκρουση της ηθοποιού. Αυτό δεν άρεσε καθόλου στον Χίτσκοκ ασφαλώς, ενώ η ίδια η γυναίκα του (και βοηθός του σκηνοθέτη, ήδη από την δεκαετία του 20) έφτασε σε σημείο να απολογηθεί στην Tippi Hedren, για την συμπεριφορά του άντρα της.
Και αν ο… άτακτος Χίτσκοκ είχε ενοχληθεί που η ηθοποιός δεν ανταποκρίθηκε στις ερωτικές του βλέψεις, δε δίστασε να εξαπολύσει εναντίον της πλήθος από αληθινά πουλιά, κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων, για μία ολόκληρη εβδομάδα, σε κίνδυνο της σωματικής της ακεραιότητας, κάτι που η ίδια η ηθοποιός αγνοούσε αρχικά.
Ο τρόμος της πρωταγωνίστριας, ενώ δέχεται τις επιθέσεις των πουλιών στην σοφίτα, ήταν γνήσιος