



“Οι ράτσες που είναι καταδικασμένες να ζήσουν 100 χρόνια μοναξιάς δεν έχουν ευκαιρία σε αυτήν την γη …”
“Κανένας δεν αξίζει τα δάκρυά σου, αλλά όποιος τα αξίζει, δεν θα σε έκανε να κλάψεις!”
“Μην σταματάς ποτέ να χαμογελάς, επειδή δεν ξέρεις ποιος θα μπορούσε να ερωτευτεί το χαμόγελό σου…”
Αυτά είναι κάποια από τα γνωμικά του “Γκάμπο”, έτσι όπως φώναζαν τον κολομβιανό συγγραφέα.
Ο Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες γεννήθηκε 6 Μαρτίου του 1927. Το πρώτο του μυθιστόρημα “Τα νεκρά φύλλα”εκδόθηκε το 1955, ακολούθησε το έργο “Κακιά ώρα” ενώ το 1967 κυκλοφόρησε το “100 χρόνια μοναξιά” που τον έκανε γνωστό και έναν από τους μεγαλύτερους συγγραφείς της εποχής του. Σταθμός της ζωής του θεωρείται η βράβευσή του με το Νόμπελ Λογοτεχνίας από τη Διεθνή κοινότητα το 1982. Πέθανε στης 17 Απριλίου το 2014.
Απόσπαμα από το “Εκατό Χρόνια Μοναξιά” του Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες
Μια Κυριακή των Βαΐων μπήκαν στην κρεβατοκάμαρα την ώρα που η Σάντα Σοφία δε λα Πιεδάδ βρισκόταν στη λειτουργία και σήκωσαν την Ούρσουλα απ’ το λαιμό και τους αστραγάλους.
“Καημένη γιαγιούλα”, είπε η Αμαράντα Ούρσουλα, “πέθανε απ’ τα γεράματα”.
Η Ούρσουλα ξαφνιάστηκε.
“Είμαι ζωντανή!” είπε.
“Βλέπεις”, είπε η Αμαράντα Ούρσουλα, συγκρατώντας τα γέλια της, “ούτε που αναπνέει”.
“Μα μιλάω”, φώναξε η Ούρσουλα.
“Ούτε που μιλάει”, είπε ο Αουρελιάνο. “Πέθανε σαν τζιτζικάκι”.
Τότε η Ούρσουλα υποτάχτηκε στο ολοφάνερο. “Θεέ μου” είπε χαμηλόφωνα. “Έτσι λοιπόν είναι ο θάνατος”.
Άρχισε μιαν ατελείωτη, βιαστική και βαθιά προσευχή, που κράτησε πάνω από δυο μέρες και που την Τρίτη είχε απομείνει ένα συνοθύλευμα από παρακλήσεις στο Θεό και πρακτικές συμβουλές για να μη ρίξουν κάτω το σπίτι τα κόκκινα μυρμήγκια, για να μην αφήσουν ποτέ να σβήσει το καντήλι μπροστά στη δαγκεροτυπία της Ρεμέδιος και να φροντίσουν ώστε κανένας Μπουενδία να μην παντρευτεί συγγενή του, γιατί τα παιδιά τους θα γεννιόνταν με γουρουνίσια ουρά. Ο Αουρελιάνο Σεγούνδο προσπάθησε να επωφεληθεί απ’ το παραλήρημα για να μάθει πού βρισκόταν το θαμμένο χρυσάφι, αλλά γι’ άλλη μια φορά μάταια παρακάλεσε. “Όταν εμφανιστεί ο ιδιοκτήτης”, είπε η Ούρσουλα, “θα τον φωτίσει ο Θεός να το βρει”.