



«Τα τραγούδια μου είναι τα παθήματά μου, οι αγώνες μου, το μεροκάματο για τη φασολάδα, τα όνειρά μου, οι καντάδες μου, η ζωή μου ολόκληρη και η ζωή του φτωχού κοσμάκη…».
Γεννήθηκε στην Κίο της Μ. Ασίας το 1914, απ’ όπου έφυγε μετά την Καταστροφή του ’22 και εγκαταστάθηκε στις Τζιτζιφιές. Ορφανός από πατέρα, αναγκάστηκε να βγει από πολύ μικρός στο μεροκάματο, δουλεύοντας πότε σε ψαράδικα καΐκια και πότε στις οικοδομές. Ξεκίνησε να μαθαίνει μόνος του κιθάρα και χαβάγια, παίζοντας με τους φίλους του στα σοκάκια της γειτονιάς. Στις αρχές της δεκαετίας του ’30 θα ακούσει απ’ το γραμμόφωνο το «Μινόρε του τεκέ», του Γιάννη Χαλικιά (Τζακ Γκρέγκορι). Θα εντυπωσιαστεί τόσο που θα παρατήσει την κιθάρα και θα πιάσει το μπουζούκι, το οποίο δε θ’ αφήσει απ’ τα χέρια του έως το τέλος της ζωής του
Στα χρόνια που ακολουθούν θα μάθει τα «μυστικά» του μπουζουκιού, αρχικά από μπουζουξήδες του περιθωρίου (Ζημαρίτης, Σκριβάνος κ.ά.) κι έπειτα απ’ τους Πειραιώτες της παρέας του Μάρκου Βαμβακάρη, δίπλα στον οποίο θα χριστεί επαγγελματίας, ανεβαίνοντας στα λαϊκά πάλκα. Στα τέλη του 1935 ηχογραφεί τη «Φαληριώτισσα».
«Την περίοδο της δικτατορίας του Μεταξά, το μπουζούκι διώκεται και η λογοκρισία βασιλεύει. «Το μπουζούκι είχε απαγορευτεί κι ο Μανιαδάκης με τους έτσι, τους δικούς του, γύρναγαν και μάζευαν τους δίσκους από τα μαγαζιά κι από τους δρόμους, από τα γραμμόφωνα. Ρεζιλίκια πράματα! Κι αμέσως λογοκρισία στα τραγούδια. Όποιο τραγούδι έβγαινε, ή μάλλον όποιο τραγούδι θέλανε να βάλουμε, το ‘παιζε κάποιος στην επιτροπή και πέρναγε. `Η, αν όχι, άμα δεν τους άρεσε το ‘κοβαν… Δεν τους ένοιαζε για τους καλλιτέχνες του λαϊκού τραγουδιού, ποιοι ήτανε και τι κάνανε. Δε δίνανε δυάρα και μην ακούτε τι λένε. Άλλο τους ένοιαζε. Μόνο το τραγούδι το λαϊκό τους ένοιαζε…. Και αυτό το τραγούδι θέλανε να το βάλουνε εκεί που ήθελαν αυτοί και το ‘χανε βάλει σε καλούπια… Γιατί αυτό ήτανε στην καρδιά του λαού, γιατί αυτό καταλάβαινε και όχι όλα τα άλλα. Ξαφνικά το 1936 απαγορεύονται τα λαϊκά τραγούδια. Παίρνω τότε το μπουζούκι μου και πάω στη λογοκρισία. Λέω: Κύριοι, αφού το όργανο είναι κατηγορούμενο, πρέπει να απολογηθεί. Έπαιξα ένα μινόρε και συγκινηθήκανε. Γρήγορα δόθηκε η άδεια να συνεχίσουμε. Ήταν η πρώτη νίκη μου»
Στα πρώτα μετακατοχικά χρόνια, με την επαναλειτουργία της Columbia, θα ηχογραφήσει τα τραγούδια που τον κατέταξαν στο πάνθεο της λαϊκής μας μουσικής: «Πριν το χάραμα», «Καπετάν Αντρέα Ζέπο», «Ανοιξε γιατί δεν αντέχω», «Κάνε κουράγιο καρδιά μου» και δεκάδες άλλα αριστουργηματικά τραγούδια που χαράχτηκαν βαθιά στη μνήμη μας
Σαν μπουζουξής ο Παπαϊωάννου ήταν απ’ τους πιο «πλήρεις», χωρίς να έχει την πολυπλοκότητα και την ταχύτητα του Χιώτη, του Μπέμπη, του Τατασόπουλου και άλλων δεξιοτεχνών. Αποδείχτηκε άξιος συνεχιστής της «σχολής» του Μάρκου, που υποστηρίζει πως τα πολλά «στολίδια» είναι περιττά, πως οι νότες πρέπει να ‘ναι πεντέξι αλλά παιγμένες σωστά. Τα δυο – τρία ταξίμια που ηχογράφησε στην Αμερική μπορούν κάλλιστα να θεωρηθούν ως ο απόλυτος ήχος του μπουζουκιού
Ο Γ. Παπαϊωάννου ήταν ο πρώτος λαϊκός συνθέτης που πήγε στην Αμερική (1953), βγάζοντας το μπουζούκι εκτός Ελλάδας. Ο άνθρωπος που αφιέρωσε όλη του τη ζωή στο λαϊκό τραγούδι, έφτασε ν’ αναρωτιέται αργότερα, όταν άλλοι (δισκογραφικές εταιρείες) «θέριζαν» αυτά που η γενιά του είχε «σπείρει»:
Στις 3 Αυγούστου του 1972, γυρνώντας ξημερώματα απ’ τη δουλιά του σκοτώθηκε σε τροχαίο, συνεχίζοντας ένα σερί μεγάλων απωλειών για το λαϊκό μας τραγούδι, που σε διάστημα μερικών μηνών είχε ήδη χάσει τον Μανώλη Χιώτη, τον Στράτο Παγιουμτζή και τον Μάρκο Βαμβακάρη.
Ο Μανώλης Χιώτης κατάφερε να συνοψίσει σε δυο αράδες όλα όσα ειπώθηκαν για τον Γιάννη Παπαϊωάννου: «Ο Γιάννης Παπαϊωάννου είναι μια μεγάλη μορφή της Λαϊκής Μουσικής. Ενα βουνό. Αλλά και το καλύτερο παιδί που υπάρχει πάνω στη γη»