



Ανάβω τσιγάρο… κρυμμένη στο απέναντι παγκάκι, ανάποδα καθισμένη… πατάει γκάζι η καρδιά και το μυαλό. Κάθε γκαζιά και μια απάτη. Ο έρωτας αυτός δεν έχει παράσημο κι εγώ ψάχνω, σιγά – σιγά, μια έστω αιτία για να αγαπηθώ. Το τσιγάρο καίει στα δάχτυλα… κάθε ρουφηξιά και μια ματαίωση… Να άλλαζε η ζωή με ένα τσιγάρο! Να άλλαζε η ζωή σε ένα παγκάκι! Να άλλαζε η ζωή με μια ευχή! Μα οι στιγμές γίνονται ρωγμές και μπάζουν παγωνιά. Και τις μπαλώνω, όλο τις μπαλώνω και τις ξαναράβω, να κρύψω κι άλλο το μαράζι.
Αργείς, δεν έρχεσαι, αδύνατον να σηκωθώ, να κάνω δέκα βήματα μέχρι απέναντι στο σούπερ μάρκετ, κάτι να πιω… δε φαίνεσαι… αδύνατον να κινηθώ… «κι αν φανεί?», αν χάσω τη στιγμή? Κάτι να πιω… να υψώσω ποτήρι στη «συνάντηση» ή σε αυτούς τους έξι μήνες που κύλησαν και το λίγο – λίγο έγινε πολύ και ξεχείλισε η υπομονή… Και σε νιώθω, σα μια ψυχή που με συνάντησε μέσα σε καταιγίδα και με το πανωφόρι της σκέπασε τη δική μου. Έτσι, χωρίς ταυτότητα. Να πιω, στο σχοινί που δεν άντεξε τη θαλασσοταραχή… στο χάρτη που λάθεψε την πορεία… στην πεθυμιά που το σημάδι της άφησε… στις μικρές αγωνίες που γέλασαν και έκλαψαν…
Ανάποδα καθισμένη στο παγκάκι, με τα πόδια περασμένα κάτω από την πλάτη του, παλεύω με την αμετροέπεια και την απρέπεια του έρωτα. Με χαζεύω επίμονα, δε με αναγνωρίζω. Ο χρόνος, χωρίς οίκτο, βιάζεται. Η ώρα περνά, φάνηκες, δε φάνηκες, δεν ξέρω. Τα αυτοκίνητα όλα ίδια στο διάβα τους, χωρίς ένα ξεχωριστό, το δικό σου. Οι άνθρωποι ίδιοι στην καθημερινότητά τους, αδιάφοροι, χωρίς τη δική σου παρουσία. Το υγρό των ματιών μου διαθλά τις εικόνες και σκοτεινιάζει σε αδιέξοδο… άτιμα παραμύθια που με μεγαλώσατε.
«Χρειάζεσαι κάτι» ακούστηκε η φωνή δίπλα μου… χαμογελάω αρνητικά πίσω από το δάκρυ μου… δεν είσαι πια εκεί… η στιγμή παγιδεύτηκε… δε με είδες… σε είδα…
«Θα έρχομαι κάποτε – κάποτε εδώ… να κοιτάς το παγκάκι αν μπορείς, μόνο τόσο δα, να συναντιούνται τα μάτια μας. Να χαϊδεύουν μαζί το χρόνο… να τον καλοπιάνουν… να του λένε ψέματα…»